Η αρχή της αναδρομικής ισχύος του ηπιότερου νόμου (lex mitior) είναι μια βασική αρχή του ποινικού δικαίου, η οποία θεμελιώνεται στην αρχή της αναδρομικής ισχύος του ευμενέστερου νόμου. Σύμφωνα με αυτή την αρχή, εφαρμόζεται ο νόμος που ισχύει κατά το χρόνο της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης, ακόμα και αν είναι νεότερος από τον νόμο που ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, εφόσον αυτός είναι ευμενέστερος για τον κατηγορούμενο.
Στην Ελλάδα, η αρχή της αναδρομικής ισχύος του ηπιότερου νόμου θεσπίζεται στο άρθρο 2 του Ποινικού Κώδικα, το οποίο ορίζει τα εξής:
“Αν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται αυτός που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου“.
Η αρχή της αναδρομικής ισχύος του ηπιότερου νόμου ισχύει για όλους τους νόμους, συμπεριλαμβανομένων των νόμων που αφορούν την ποινική διαδικασία, τις ποινές, τις ανασταλτικές και αποφυλακτικές αιτίες, καθώς και τις παρεπόμενες ποινές.
Η εφαρμογή της αρχής της αναδρομικής ισχύος του ηπιότερου νόμου μπορεί να έχει διάφορες συνέπειες, όπως:
- Η μείωση του ύψους της ποινής ή η μετατροπή της σε άλλη, λιγότερο αυστηρή ποινή.
- Η απαλλαγή του κατηγορούμενου από την ποινική δίωξη ή από την εκτέλεση της ποινής.
- Η μείωση του χρόνου αναστολής εκτέλεσης της ποινής.
- Η μείωση της διάρκειας της παραμονής του κατηγορούμενου σε κατάστημα κράτησης.
Η αρχή της αναδρομικής ισχύος του ηπιότερου νόμου αποτελεί μια σημαντική εγγύηση για τα δικαιώματα του κατηγορούμενου, καθώς αποσκοπεί στη βελτίωση της μεταχείρισής του από το κράτος.