Η νομική κατάσταση του/της ρασοφόρου μοναχού/ής στην Ελλάδα διέπεται από τις διατάξεις του Ν. ΓΥΙΔ/1909 “Περί κυρώσεως του Κανονισμού της Εκκλησίας της Ελλάδος” και του ΝΔ 1918/1942 “Περί κληρονομίας των μοναχών”.
Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, η ρασοφορία δεν συνεπάγεται την απόκτηση της μοναχικής ιδιότητας. Ο/Η ρασοφόρος δεν έχει τις ίδιες υποχρεώσεις και δικαιώματα με τον μοναχό/ή, όπως η αποχή από την κοσμική ζωή, υπακοή στον Ηγούμενο/η και συμμετοχή στις ακολουθίες.
Η μοναχική ιδιότητα αποκτάται με τη λεγόμενη “μοναχική κουρά”, η οποία είναι μια θρησκευτική τελετή που τελείται από τον Ηγούμενο/η της Μονής παρουσία του πνευματικού του/της ρασοφόρου. Η τελετή της μοναχικής κουράς περιλαμβάνει τη λήψη των τριών μοναχικών όρκων (της αφιέρωσης στον Θεό, της υπακοής στον Ηγούμενο/η και της αγαμίας) και την περιβολή του μεγάλου ράσου.
Η κτήση της μοναχικής ιδιότητας έχει σημαντικές νομικές συνέπειες, όπως:
Η απώλεια του δικαιώματος στην κληρονομιά των συγγενών του/της μοναχού/ής.
Η απώλεια της επικαρπίας των ακινήτων που κατείχε πριν τη μοναχική κουρά.
Η απώλεια της ιθαγένειας, αν ο/η μοναχός/ή είναι αλλοδαπός/η.
Η διαδικασία της ρασοφορίας είναι η εξής:
Ο/Η ενδιαφερόμενος/η υποβάλλει αίτηση στον Ηγούμενο/η της Μονής που επιθυμεί να ενταχθεί.
Ο Ηγούμενος/η εξετάζει την αίτηση και, αν εγκριθεί, ο/η ενδιαφερόμενος/η καλείται να ακολουθήσει ένα διάστημα δοκιμασίας, το οποίο διαρκεί τουλάχιστον ένα έτος.
Μετά το πέρας της δοκιμασίας, ο/η ενδιαφερόμενος/η υποβάλλεται σε συνέντευξη από τη Μονή και, αν εγκριθεί, λαμβάνει το μικρό ράσο.
Μετά από ένα έτος, ο/η ρασοφόρος μπορεί να υποβάλει αίτηση για μοναχική κουρά.
Η αίτηση για μοναχική κουρά εξετάζεται από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος. Αν εγκριθεί, ο/η ρασοφόρος λαμβάνει το μεγάλο ράσο και αποκτά τη μοναχική ιδιότητα.
Τέλος, θα πρέπει να λεχθεί πως η μοναχική ιδιότητα αν και δεν έχει αμιγώς νομικό χαρακτήρα, έχει ουσιαστικές συνέπειες στη ζωή του μοναχού ως προς το κληρονομικό και οικογενειακό δίκαιο.