Τα δικαιώματα της γυναίκας στο διαζύγιο, που αφορούν αποκλειστικά την ίδια και όχι το παιδί της, περιλαμβάνουν τα εξής:
α) Το δικαίωμα σε διατροφή κατά το χρονικό διάστημα της διάστασης. Αυτή η διατροφή σχεδιάζεται με σκοπό να διασφαλίσει ότι η πρώην σύζυγος διατηρεί το ίδιο επίπεδο ζωής που είχε κατά τη διάρκεια του γάμου, καθώς ο νομοθέτης επιδιώκει να διασφαλίσει τη συνέχιση της βιοτικής της κατάστασης.
β) Το δικαίωμα σε διατροφή μετά το διαζύγιο, η οποία πρέπει να είναι εύλογη και να καλύπτει τις βασικές ανάγκες διαβίωσης της πρώην συζύγου.
γ) Το δικαίωμα να αξιώσει κινητά αντικείμενα που της ανήκουν από το οικογενειακό κατάλυμα.
δ) Τυχόν χρηματικές αξιώσεις που μπορεί να υπάρχουν.
Όσον αφορά τις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων, σημειώνονται περιπτώσεις αύξησης στην περιουσία του ενός συζύγου λόγω της συνεισφοράς του άλλου συζύγου, ο οποίος ασχολείται με οικιακές εργασίες και φροντίζει τα παιδιά του ζεύγους στην πλειονότητα των περιπτώσεων.
Η νομοθεσία παρέχει τη δυνατότητα για δικαστική διεκδίκηση μετά από υποβολή αγωγής, όσον αφορά το μερίδιο που προέκυψε από την αύξηση της περιουσίας στον άλλο σύζυγο. Παρ’ όλα αυτά, είναι αναγκαίο να πληρούνται τα συγκεκριμένα κριτήρια που προβλέπονται από τον νόμο, όπως αναφέρονται στα άρθρα 1400 και μετά του Αστικού Κώδικα. Αυτά τα κριτήρια περιλαμβάνουν: α) την επίτευξη λύσης (διαζυγίου) ή ακύρωσης του γάμου, ή τη συμπλήρωση τριετούς περιόδου συζυγικής συμβίωσης, β) την αύξηση της περιουσίας του υποχρεωμένου στο διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας του γάμου και της διαδικασίας λύσης μέσω διαζυγίου, γ) τη συνεισφορά του δικαιούχου συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του υποχρεωμένου, ή οποιαδήποτε άλλη μορφή συνεισφοράς, και δ) την απουσία αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συνεισφοράς του δικαιούχου και της αύξησης της περιουσίας του υποχρεωμένου.
Έτσι λοιπόν, ο σύζυγος έχει το δικαίωμα να απαιτήσει το μερίδιο της συνεισφοράς του στην αύξηση της περιουσιακής κατάστασης του άλλου συζύγου. Αυτή η αξίωση προκύπτει από τη στιγμή της δημοσίευσης της αμετάκλητης δικαστικής απόφασης για διαζύγιο ή την ακύρωση του γάμου, ή όταν περάσουν τρία χρόνια από τον χρόνο του γάμου. Υπάρχει επίσης η δυνατότητα για αξίωση μετά τον θάνατο ενός συζύγου, αν η περιουσία του έχει αυξηθεί σημαντικά λόγω της βοήθειας του άλλου συζύγου.
Η αίτηση για συμμετοχή στα κεκτημένα μπορεί να επιλυθεί μέσω δικαστικής οδού ακόμη και μετά τη λύση της συμφωνίας συμβίωσης, ωστόσο όχι στις περιπτώσεις ελεύθερης συμβίωσης. Σημαντική προϋπόθεση είναι η αύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου. Η αύξηση περιλαμβάνει κάθε οικονομικό οφέλη της περιουσιακής κατάστασης του συζύγου που έχει προκύψει από την συνεισφορά του άλλου συζύγου.
Για την πρακτική εφαρμογή, η περιουσιακή επαύξηση προκύπτει με τη σύγκριση της περιουσιακής κατάστασης του συζύγου πριν τον γάμο με την τελική περιουσία μετά τον γάμο. Το υπόλοιπο αποτελεί την αύξηση που έχει προκύψει από τη συνεισφορά του άλλου συζύγου. Ένας τρίτος παράγοντας που πρέπει να υπάρχει είναι η συνεισφορά του συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου. Ο δικαιούχος σύζυγος μπορεί να αξιώσει μέρος της αύξησης που αντιστοιχεί στην δική του συνεισφορά. Αυτή η συνεισφορά από τον δικαιούχο σύζυγο προσδιορίζεται στο ένα τρίτο της αύξησης (στοιχείο που μπορεί να αποδειχθεί). Ωστόσο, μπορεί να αποδειχθεί ότι αυτή η συνεισφορά ήταν μεγαλύτερη, μικρότερη, ή ακόμη και αρνητική.
Οι πιο συνηθισμένες περιπτώσεις συνεισφοράς του συζύγου δικαιούχου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου περιλαμβάνουν την παροχή υπηρεσιών στο επάγγελμα του συζύγου του, την προσφορά κεφαλαίου σε οποιαδήποτε μορφή, την παροχή υπηρεσιών για τη φροντίδα και ανατροφή των παιδιών, όπως για παράδειγμα τη διδασκαλία ξένης γλώσσας στο παιδί του ζεύγους που οδήγησε σε εξοικονόμηση χρημάτων για τον άλλο σύζυγο, ο οποίος αλλιώς θα χρειαζόταν να πληρώσει για ιδιαίτερα μαθήματα.
Μια τέτοια συμβολή απαιτεί αιτιώδη σχέση μεταξύ της συνεισφοράς του ενός συζύγου και της αύξησης της περιουσίας του άλλου. Επιπλέον, η συνεισφορά του ενός συζύγου πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα την πραγματική αύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου. Ακόμα, για να ισχύει η αξίωση για συμμετοχή στα κεκτημένα κατά τη διάρκεια του γάμου, πρέπει να μην έχουν επιλέξει οι σύζυγοι το σύστημα της κοινοκτημοσύνης, αλλά να εφαρμόζεται το σύστημα της περιουσιακής αυτοτέλειας, το οποίο εφαρμόζεται αυτόματα όταν οι σύζυγοι δεν έχουν κάνει ειδική επιλογή για την κοινοκτημοσύνη. Αυτό αποτελεί τη μοναδική αρνητική προϋπόθεση που αναφέρει ο νόμος για την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα του γάμου.
Ο σκοπός της εν λόγω νομοθετικής διάταξης είναι να προστατεύσει τον σύζυγο που είναι οικονομικά αδύναμος. Η συγκεκριμένη νομοθεσία στοχεύει στο να διασφαλίσει ότι ο σύζυγος με λιγότερο δυνατό οικονομικό υπόβαθρο θα προστατευθεί.
Αυτή η συγκεκριμένη αξίωση έχει νομικό χαρακτήρα που σχετίζεται με την έννοια του εγκλήματος, και έχει ως στόχο να υπολογιστεί χρηματικά η συνεισφορά του πιο ευπαθούς συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου. Η αίτηση αυτή βασίζεται σε νομικές διατάξεις που απαιτούν την επιβολή, και δεν υπάρχει δυνατότητα για τον δικαιούχο να αποχωρήσει από αυτήν πριν από τη γέννηση της σχετικής αξίωσης.
Αν και υπάρχει νομική δυνατότητα για τον δικαιούχο να παραιτηθεί μετά τη γέννηση της αξίωσης, η αξίωση που αφορά τη συμμετοχή στα αποκτήματα του γάμου είναι προσωπική και σβήνει με τον θάνατο του δικαιούχου. Συνολικά τα δικαιώματα της γυναίκας στο διαζύγιο εξαρτώνται ανά περίπτωση ξεχωριστά.
Δικαιώματα της γυναίκας στο διαζύγιο – Πότε λήγει η αξίωση αυτή;
Η χρονική στιγμή για τη λήξη της αξίωσης είναι διάστημα δύο ετών μετά τη διάλυση ή την ακύρωση του γάμου, όπως προβλέπεται στο άρθρο 1401 του Αστικού Κώδικα. Ο σκοπός είναι να προστατευθεί ο σύζυγος που δικαιούται, από πιθανές ενέργειες του υπόχρεου συζύγου που θα επιδιώκουν να μεταβιβάσουν υποκριτικά την περιουσία τους σε τρίτους. Συγκεκριμένα, παρέχεται η δυνατότητα για αυτόνομη αξίωση παροχής ασφάλειας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 1402 του Αστικού Κώδικα. Επιπλέον, υπάρχει η δυνατότητα λήψης ασφαλιστικών μέτρων σε καταστάσεις που απαιτείται άμεση προστασία, για να εξασφαλιστεί το δικαίωμα αναμονής του μελλοντικού δικαιούχου, όπως ορίζεται στην παράγραφο 1400 του Αστικού Κώδικα. Προβλέπονται επίσης εναλλακτικές επιλογές, όπως η καταχώριση υποθήκης ή η αξίωση αναίτιου πλουτισμού.