Ενσυνείδητη αμέλεια υπάρχει όταν ο δράστης προέβλεψε το αποτέλεσμα της πράξης του, αλλά πίστεψε ότι αυτό δεν θα επέλθει. Για παράδειγμα, ένας οδηγός που οδηγεί μεθυσμένος έχει συνειδητή αμέλεια αν γνωρίζει ότι η οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ μπορεί να προκαλέσει ατύχημα, αλλά πιστεύει ότι αυτός δεν θα χάσει τον έλεγχο του αυτοκινήτου του.
Στο ελληνικό ποινικό δίκαιο, η ενσυνείδητη αμέλεια ορίζεται στο άρθρο 26 του Ποινικού Κώδικα ως εξής:
“Υπέχει ευθύνη για πράξη που προκάλεσε αξιόποινο αποτέλεσμα, και όποιος, ενώ προέβλεψε το αποτέλεσμα αυτό, πίστεψε ότι δεν θα επέλθει.”
Η ενσυνείδητη αμέλεια τιμωρείται με ποινή μειωμένη κατά ένα ή δύο τρίτα της προβλεπόμενης για το έγκλημα που τελέστηκε.
Η διάκριση μεταξύ ενδεχόμενου δόλου και ενσυνείδητης αμέλειας είναι σημαντική, καθώς η ποινική αντιμετώπιση των δύο αυτών μορφών της υπαιτιότητας είναι διαφορετική. Ο ενδεχόμενος δόλος τιμωρείται με την ίδια ποινή που προβλέπεται για το έγκλημα που τελέστηκε, ενώ η ενσυνείδητη αμέλεια τιμωρείται με ποινή μειωμένη.
Στην πράξη, η διάκριση αυτή μπορεί να είναι δύσκολη, καθώς εξαρτάται από την εκτίμηση του δικαστηρίου για το αν ο δράστης είχε πραγματική πεποίθηση ότι το αποτέλεσμα δεν θα επέλθει.
Μερικά παραδείγματα ενσυνείδητης αμέλειας:
- Οδήγηση με υπερβολική ταχύτητα, γνωρίζοντας ότι αυτό μπορεί να προκαλέσει ατύχημα.
- Χρήση επικίνδυνων υλικών, γνωρίζοντας ότι αυτά μπορεί να προκαλέσουν τραυματισμό ή θάνατο.
- Παροχή ψευδών πληροφοριών σε δημόσιο υπάλληλο, γνωρίζοντας ότι αυτό μπορεί να προκαλέσει ζημία στο δημόσιο συμφέρον.
Η ενσυνείδητη αμέλεια αποτελεί μια μορφή υπαιτιότητας που τιμωρείται από το ποινικό δίκαιο. Η διάκριση της από τον ενδεχόμενο δόλο είναι σημαντική, καθώς η ποινική αντιμετώπιση των δύο αυτών μορφών είναι διαφορετική.