Σύμφωνα με το άρθρο 346 του Αστικού Κώδικα, οι τόκοι επιδικίας οφείλονται από την επίδοση της αγωγής. Το άρθρο αυτό εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις που το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής τρέπεται σε αναγνωριστικό.
Στην περίπτωση αυτή, οι τόκοι επιδικίας οφείλονται από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την έκδοση της απόφασης που αναγνωρίζει την οφειλή.
Η τροποποίηση του αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό, δεν αποτελεί λόγο για την εξαίρεση από την επιδίκαση τόκου επιδικίας. Αυτό συμβαίνει επειδή ο τόκος επιδικίας δεν αποτελεί συνέπεια της αναγνώρισης της οφειλής, αλλά συνέπεια της εκκρεμοδικίας της αγωγής.
Ειδικότερα, ο Άρειος Πάγος έχει κρίνει ότι:
“Ο τόκος επιδικίας αφορά, του νόμου μη διακρίνοντος, σε κάθε αγομένη δι’ αγωγής ενώπιον του δικαστηρίου και εντόκως επιδικαζόμενη χρηματική απαίτηση, είτε ζητείται η καταψήφισή της είτε η αναγνώριση της οφειλής της” (ΑΠ 1207/2017).
Συνεπώς, σε περίπτωση τροπής του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό, οι τόκοι επιδικίας οφείλονται από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την έκδοση της απόφασης που αναγνωρίζει την οφειλή.
Κατά το προηγούμενο του νόμου 4055/2012 νομικό καθεστώς, η επιδίκαση τόκου επιδικίας σε περίπτωση τροπής του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό ήταν αμφιλεγόμενη.
Προ του 1985, η επιδίκαση τόκου επιδικίας σε περίπτωση τροπής του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό, θεωρούνταν αυτονόητη. Το γεγονός ότι το αίτημα της αγωγής άλλαζε από καταψηφιστικό, σε αναγνωριστικό δεν θεωρούνταν επαρκής λόγος για την εξαίρεση από την επιδίκαση τόκου επιδικίας.
Μετά το 1985, η νομολογία διαμορφώθηκε σε αντίθετη κατεύθυνση. Ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι η τροπή του αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό, αποτελεί λόγο για την εξαίρεση από την επιδίκαση τόκου επιδικίας.
Στην απόφαση 718/1985, ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι:
“Η τροπή του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, δεν επιφέρει τη συνακόλουθη επιδίκαση τόκου επιδικίας, διότι δεν συντρέχει η προϋπόθεση της ύπαρξης ληξιπρόθεσμης χρηματικής απαίτησης”.
Στην απόφαση 1027/1987, ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι:
“Η τροπή του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό, σε αναγνωριστικό συνιστά ουσιαστική μεταβολή της βάσης της αγωγής και δεν επιφέρει τη συνακόλουθη επιδίκαση τόκου επιδικίας, διότι δεν συντρέχει η προϋπόθεση της ύπαρξης ληξιπρόθεσμης χρηματικής απαίτησης”.
Η παραπάνω νομολογία βασίστηκε στην εξής αιτιολογία:
Ο τόκος επιδικίας επιδικάζεται ως εύλογη αποζημίωση για τη ζημία που προκαλείται στον ενάγοντα, από την καθυστέρηση στην καταβολή της απαίτησής του.
Η τροπή του αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό, δεν συνεπάγεται καθυστέρηση στην καταβολή της απαίτησης, καθώς η αξίωση αναγνωρίζεται από την αρχή.
Μετά το 2012, με την εισαγωγή του άρθρου 346 ΑΚ, η νομολογία επανήλθε στην παλαιότερη θέση της, σύμφωνα με την οποία οι τόκοι επιδικίας οφείλονται από την επίδοση της αγωγής, ανεξάρτητα από το αίτημα της αγωγής.
Στην απόφαση 1207/2017, ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι:
“Ο τόκος επιδικίας αφορά, του νόμου μη διακρίνοντος, σε κάθε αγομένη δι’ αγωγής ενώπιον του δικαστηρίου και εντόκως επιδικαζόμενη χρηματική απαίτηση, είτε ζητείται η καταψήφισή της είτε η αναγνώριση της οφειλής της”.
Συνεπώς, κατά το προηγούμενο του νόμου 4055/2012 νομικό καθεστώς, η επιδίκαση τόκου επιδικίας σε περίπτωση τροπής του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό, ήταν αμφιλεγόμενη. Η νομολογία διαμορφώθηκε σε αντίθετη κατεύθυνση, αλλά μετά την εισαγωγή του άρθρου 346 ΑΚ, η νομολογία επανήλθε στην παλαιότερη θέση της.