Η απόφαση του Αρείου Πάγου αποσαφηνίζει ορισμένα ζητήματα σχετικά με τη 5ετή παραγραφή των αξιώσεων αποζημίωσης από αδικοπραξία.
Καταρχάς, η πενταετής παραγραφή τρέχει για όλες τις ζημίες που έχουν ήδη επέλθει, καθώς και για εκείνες που μέλλουν να επέλθουν, εφόσον είναι προβλέψιμες. Για τις ζημίες που δεν είναι προβλέψιμες, ισχύει νέα παραγραφή που αρχίζει α
πό τότε που ο παθών έλαβε γνώση των νέων δυσμενών συνεπειών και της αιτιώδους συναφείας τους με το ατύχημα.
Επιπλέον, η παραγραφή παρατείνεται σε εικοσαετία εφόσον εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση εντός του βραχύτερου χρόνου παραγραφής. Αυτό συμβαίνει για να προστατευθούν οι παθόντες από την παραγραφή των αξιώσεών τους, εφόσον υπάρχει η δυνατότητα να αναζητήσουν δικαστική προστασία και να λάβουν αποζημίωση.
Συγκεκριμένα, η απόφαση του ΑΠ 1178/2019 έκρινε ότι η 5ετής παραγραφή της αξίωσης αποζημίωσης από αδικοπραξία τρέχει από τότε που ο παθών έλαβε γνώση της ζημίας και του υπόχρεου προς αποζημίωση. Ωστόσο, για τις ζημίες που δεν είναι προβλέψιμες, η παραγραφή αρχίζει από τότε που ο παθών έλαβε γνώση των νέων δυσμενών συνεπειών και της αιτιώδους συναφείας τους με το ατύχημα.
Στην περίπτωση της υπόθεσης που εκδικάστηκε από τον Άρειο Πάγο, ο παθών είχε υποστεί τροχαίο ατύχημα και υπέστη τραυματισμούς. Οι τραυματισμοί του επέφεραν αρχικά μόνο προσωρινή βλάβη, αλλά αργότερα διαπιστώθηκε ότι επέφεραν και μόνιμη βλάβη. Η μόνιμη βλάβη δεν ήταν προβλέψιμη κατά το χρόνο του ατυχήματος, επομένως για αυτήν η παραγραφή άρχισε να τρέχει από τότε που ο παθών έλαβε γνώση της.
Η απόφαση αυτή είναι σημαντική, καθώς αποσαφηνίζει τον τρόπο υπολογισμού της παραγραφής των αξιώσεων αποζημίωσης από αδικοπραξία. Βοηθά να προστατευθούν οι παθόντες από την παραγραφή των αξιώσεών τους, εφόσον οι ζημίες που υπέστησαν δεν είναι προβλέψιμες.
Ο συνδυασμός των διατάξεων των άρθρων 247, 251, 298, 914 και 937 του Αστικού Κώδικα οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, σε περίπτωση αδικοπραξίας, αφότου εκδηλώθηκε το ζημιογόνο γεγονός, γεννιέται υπέρ του ζημιωθέντος αξίωση αποζημίωσης για την όλη ζημία, δηλαδή για την ζημία που έχει ήδη επέλθει, καθώς και για την ζημία που μπορεί να επέλθει στο μέλλον, εφόσον είναι προβλέψιμη.
Το άρθρο 914 ΑΚ ορίζει ότι “Όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει”. Η γέννηση της αξίωσης αποζημίωσης από αδικοπραξία προϋποθέτει την ύπαρξη των ακόλουθων προϋποθέσεων:
Ζημιογόνο γεγονός: Πρόκειται για οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη, η οποία παράνομα και υπαίτια προκαλεί ζημία σε άλλον.
Παράνομη συμπεριφορά: Η συμπεριφορά του ζημιώσαντος πρέπει να είναι αντίθετη στο δίκαιο, δηλαδή να παραβιάζει κάποια νομική υποχρέωσή του.
Υπαιτία: Η συμπεριφορά του ζημιώσαντος πρέπει να είναι υπαίτιος, δηλαδή να οφείλεται σε δόλο ή αμέλεια του.
Ζημία: Η συμπεριφορά του ζημιώσαντος πρέπει να έχει προκαλέσει ζημία σε άλλον.
Αιτιώδης συνάφεια: Η ζημία πρέπει να οφείλεται στη ζημιογόνο συμπεριφορά του ζημιώσαντος.
Η αξίωση αποζημίωσης από αδικοπραξία είναι χρηματική και συνίσταται στην αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη ο παθών. Η ζημία περιλαμβάνει τόσο την θετική, όσο και την αρνητική ζημία. Η θετική ζημία είναι η απώλεια περιουσιακών αγαθών ή η μείωση της αξίας των περιουσιακών αγαθών του παθόντος. Η αρνητική ζημία είναι η απώλεια εισοδήματος ή η αύξηση των δαπανών του παθόντος.
Το άρθρο 247 ΑΚ ορίζει ότι “Το δικαίωμα να απαιτήσει κάποιος από άλλον μια πράξη ή μια παράλειψη (αξίωση) παραγράφεται.” Η παραγραφή αυτή αρχίζει να τρέχει από τότε που ο παθών έλαβε γνώση της ζημίας και του υπόχρεου προς αποζημίωση.
Το άρθρο 251 ΑΚ ορίζει ότι “η παραγραφή αρχίζει από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της.” Ως εκ τούτου, η παραγραφή αρχίζει να τρέχει από τότε που έγινε δυνατή η ακριβής εκτίμηση της ζημίας.
Το άρθρο 298 ΑΚ ορίζει ότι “η αποζημίωση περιλαμβάνει τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία), καθώς και το διαφυγόν κέρδος. Τέτοιο κέρδος λογίζεται εκείνο που προσδοκά κανείς με πιθανότητα σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί.”
Το άρθρο 914 ΑΚ ορίζει ότι “Η αξίωση αποζημίωσης από αδικοπραξία είναι ενοχική και περιουσιακή”. Η αξίωση αυτή είναι ενοχική, διότι θεμελιώνεται σε υποχρέωση του ζημιώσαντος προς τον παθόντα. Είναι επίσης περιουσιακή, διότι συνίσταται στην αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη ο παθών. Μάλιστα, κατά το άρθρο 914 Α.Κ., θα πρέπει να πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις για να υφίσταται αδικόπραξία οι οποίες είναι οι ακόλουθες: ανθρώπινη ενέργεια ή παράλειψη, παρανομία, υπαιτιότητα, ζημία, αιτιώδης σύνδεσμος.
Το άρθρο 937 ΑΚ ορίζει ότι “Ο ζημιωθείς, που έχει αξίωση αποζημίωσης από αδικοπραξία, έχει δικαίωμα να ζητήσει και χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη”. Η χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη είναι πρόσθετη στην αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, αφότου εκδηλώθηκε το ζημιογόνο γεγονός, γεννιέται υπέρ του ζημιωθέντος αξίωση αποζημίωσης για την όλη ζημία, δηλαδή για την ζημία που έχει ήδη επέλθει, καθώς και για την ζημία που μπορεί να επέλθει στο μέλλον, εφόσον είναι προβλέψιμη.