Σε διάσταση στο ίδιο σπίτι. Σε περιπτώσεις ενός ζευγαριού που μοιράζεται το ίδιο σπίτι, η ερώτηση για το αν βρίσκονται σε διάσταση δεν είναι ασυνήθιστη. Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα εξαρτάται από την διάκριση μεταξύ συμβίωσης και διάστασης, η οποία συνδέεται με το νομικό πλαίσιο και τις δικαστικές αποφάσεις.
Για να απλοποιήσουμε το θέμα, μπορούμε να πούμε ότι ακόμη κι αν ένα παντρεμένο ζευγάρι ζει μαζί στο ίδιο σπίτι, μπορεί να θεωρείται σε διάσταση αν δεν υπάρχει συναισθηματική ή κοινωνική σύνδεση μεταξύ τους. Αυτό μπορεί να συμβεί αν έστω και ένας εξ αυτών δεν έχει την πρόθεση να συμβιώσει σε πρακτικό επίπεδο, όπως απαιτείται σε μια παντρεμένη σχέση.
Σε διάσταση στο ίδιο σπίτι – Η έννοια της συμβίωσης
Η συμβίωση των συζύγων είναι μια νομική έννοια που διαιρείται σε δύο κύρια στοιχεία: τη φυσική παρουσία (corpus) και την ψυχολογική διάθεση (animus). Η πρώτη περιλαμβάνει τις ενέργειες των συζύγων που μοιάζουν με αυτές μιας συνηθισμένης παντρεμένης ζευγάρι, ενώ η δεύτερη αναφέρεται στην επιθυμία του ζευγαριού να έχει συναισθηματική σχέση βασισμένη στην εμπιστοσύνη και το ενδιαφέρον ο ένας για τον άλλον.
Έχοντας αυτά υπόψη, μπορούμε να περιγράψουμε τη διάσταση ως την φυσική και ψυχολογική απόσταση μεταξύ των συζύγων, όταν αυτοί δεν έχουν την πρόθεση να έχουν μια ενεργή συναισθηματική σχέση μεταξύ τους. Η ερμηνεία της διάστασης διαφέρει στην νομική κοινότητα, με κάποιες απόψεις να απαιτούν και φυσική απόσταση και ψυχολογική απομάκρυνση για να χαρακτηριστεί κάποιο ζευγάρι ως “σε διάσταση”.
Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε τις ουσιώδεις διαφορές ανάμεσα στη συμβίωση και τη διάσταση σε ένα παντρεμένο ζευγάρι, καθώς αυτές οι έννοιες επηρεάζουν το νομικό καθεστώς των συζύγων.
Το στοιχείο της διάστασης στο ίδιο σπίτι στο πλαίσιο της σχέσης ενός παντρεμένου ζεύγους αναδύεται μέσω του βουλητικού στοιχείου. Αυτό αποτελείται από την ψυχολογική απόσταση που εκδηλώνει τουλάχιστον ένας εκ των συζύγων απέναντι στη συζυγική σχέση, όπου παύει να εκφράζεται με συναισθήματα αγάπης και στοργής προς τον σύντροφό του. Το βουλητικό στοιχείο αυτό μπορεί να οδηγήσει στον χωρισμό των συζύγων, επισημαίνοντας την έναρξη μιας διάστασης στην σχέση τους, χωρίς απαραιτήτως να υποδεικνύει τον τερματισμό του γάμου μέσω διαζυγίου.
Σύμφωνα με τη νομολογία του Αρείου Πάγου, που αναφέρεται στις αποφάσεις του υψηλότερου δικαστηρίου για τέτοιες υποθέσεις, η διάσταση συνδέεται με τον χωρισμό των συζύγων μέσω της απομάκρυνσης ενός από τους δύο από το κοινό κατοικίας. Αυτή η απομάκρυνση υποδηλώνει την πρόθεση του εκάστοτε συζύγου για διακοπή της συζυγικής ζωής.
Ωστόσο, η απομάκρυνση αυτή δεν αντιπροσωπεύει πάντα μια οριστική πρόθεση διάστασης, καθώς μπορεί να απορρέει από επαγγελματικούς ή άλλους σοβαρούς λόγους. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο σύζυγος παρότι μπορεί να έχει απομακρυνθεί φυσικά από τον χώρο κατοικίας, εξακολουθεί να διατηρεί συναισθήματα και ενδιαφέρον για τον άλλον σύντροφο.
Ακόμα και στις περιπτώσεις που οι σύζυγοι συνεχίζουν να μένουν υπό την ίδια στέγη, μπορεί να υπάρχει διάσταση ανάμεσα τους, ανεξάρτητα από τη φυσική παρουσία του ενός ή και των δύο εταίρων. Σε αυτές τις περιπτώσεις, το βουλητικό στοιχείο είναι συχνά παρόν, συνοδευόμενο από την ψυχολογική απομάκρυνση και σε πολλές περιπτώσεις ακόμα και από τη διαμόρφωση διαφορετικής κατοικίας. Αυτή η κατάσταση μπορεί να παρατηρηθεί όταν οι συζύγοι παραμένουν στο ίδιο μέρος λόγω πρακτικών ή οικονομικών αναγκών, αλλά διατηρούν ψυχολογική απόσταση μεταξύ τους. Αυτό μπορεί να είναι το αποτέλεσμα ποικίλων παραγόντων, όπως η δυσκολία εύρεσης νέου καταλύματος, οικονομικά ζητήματα, ή η προστασία των παιδιών από δυσάρεστες συνέπειες.
Συνολικά, η διάσταση μπορεί να εκδηλώνεται μέσω διάφορων τρόπων, ανεξάρτητα από το κατά πόσο οι σύζυγοι διαμένουν υπό την ίδια στέγη ή όχι.
Για να κριθεί εάν υπάρχει διάσταση ή όχι στο συγκεκριμένο ζευγάρι, το δικαστήριο αναλύει αν υπάρχει το ψυχολογικό στοιχείο της πρόθεσης για συμβίωση ανάμεσα στο ζεύγος, λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη τις συγκεκριμένες συνθήκες που επικρατούν στο παντρεμένο ζευγάρι. Αν το ζευγάρι δεν ασχολείται πλέον με κοινές φυσικές δραστηριότητες, αυτό δεν είναι απαραίτητα ενδεικτικό διάστασης.
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι υπάρχει σύνδεση μεταξύ διάστασης και εγκατάλειψης, καθώς η διαρκής διάσταση αποτελεί απόδειξη πιθανού υπονόμευσης του γάμου, ενώ η εγκατάλειψη της κοινής συζυγικής κατοικίας είναι ένα από τα δείγματα σημαντικής αναταραχής στη σχέση του ζευγαριού. Αυτό είναι επιπλέον απόδειξη δυνατού αναταραχής, εκτός από άλλα στοιχεία που μπορεί να υποδεικνύουν προβλήματα στην σχέση τους.
Συνοψίζοντας, η διάσταση ενός ζευγαριού και η κατοίκηση στον ίδιο χώρο είναι καταστάσεις που μπορεί να εμφανιστούν, και η χρονική αρχή της διάστασης πρέπει να αποδειχτεί δικαστικά, με βάση τον χρόνο που απουσιάζει το θελητικό στοιχείο, δηλαδή της πρόθεσης τουλάχιστον ενός συζύγου να συνεχίσει τη συμβίωση, το οποίο είναι απαραίτητο για μια ενεργή σχέση.