Google news
Μπορεί κάποιος που πάσχει από άνοια να συντάξει διαθήκη ή όχι

Μπορεί κάποιος που πάσχει από άνοια να συντάξει διαθήκη ή όχι;

Αναμφίβολα, ο νόμος απαιτεί από τον συντάκτη μιας διαθήκης να έχει πλήρη αίσθηση του τι ακριβώς γράφει, να κατανοεί το περιεχόμενο της διαθήκης που συντάσσει και να γνωρίζει τις συνέπειες των ενεργειών του. Συνεπώς, η νομική υποχρέωση είναι ο διαθέτης να βρίσκεται σε ψυχική κατάσταση ηρεμίας και να μην υποφέρει από διαταραχές που τον καθιστούν ανίκανο να σκέφτεται λογικά. Ο συνήθης χρόνος για τη σύνταξη μιας διαθήκης είναι όταν ο ίδιος ο άνθρωπος βρίσκεται στο τελευταίο στάδιο της ζωής του και επιθυμεί να καθορίσει τον τρόπο και τους δικαιούχους της κινητής και ακίνητης περιουσίας που απέκτησε κατά τη διάρκεια της ζωής του.

Ο νόμος, και ειδικότερα το κληρονομικό δίκαιο, προβλέπει πότε μια διαθήκη είναι άκυρη. Στο άρθρο 1718 του Αστικού Κώδικα, ορίζεται ότι εάν δεν τηρηθούν οι διατάξεις από το άρθρο 1719 έως το 1757, η διαθήκη είναι άκυρη, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Επίσης, το άρθρο 1719 αναφέρει ότι “όσοι δεν έχουν συνείδηση των πράξεών τους ή βρίσκονται σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που σοβαρά περιορίζει τη λειτουργία της βούλησής τους κατά τη σύνταξη της διαθήκης, είναι ανίκανοι να τη συντάξουν”. Έτσι, ο νομοθέτης απαιτεί από τον διαθέτη να γνωρίζει με σαφήνεια τι κάνει, για ποιους λόγους καθορίζει την περιουσία του με αυτόν τον τρόπο και ποιες επιπτώσεις έχει αυτή η κατανομή περιουσιακών στοιχείων.

Πώς καθορίζεται, λοιπόν, η ανίκανοτητα του διαθέτη από νομικής άποψης; Ο νόμος πραγματοποιεί διάκριση μεταξύ δύο κατηγοριών ανικανότητας: 1) προσωρινή ανικανότητα που προκύπτει από ασθένειες ή άλλες αιτίες, όπως η χρήση ναρκωτικών ουσιών, η ύπνωση, η μέθη κ.λπ., κατά την οποία το άτομο είναι ανίκανο να γνωρίσει το περιεχόμενο της διαθήκης που συντάσσει, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υπάρχει γενικό πρόβλημα κατανόησης. Αυτή η προσωρινή ανικανότητα ορίζεται ως παροδική ανικανότητα από νομικής άποψης. 2) μόνιμη ανικανότητα που οφείλεται σε βλάβη του εγκεφάλου ή νευρολογικές/ψυχιατρικές παθήσεις, όπως ο αυτισμός, η σχιζοφρένεια, η ολιγοφρένεια κ.λπ. Τέτοιες παθήσεις με ψυχική ή διανοητική βάση επηρεάζουν σοβαρά τη λειτουργία της βούλησης του διαθέτη, καθιστώντας τον νομικά ανίκανο να συντάξει διαθήκη.

Διαβάστε  Μεταβίβαση επικαρπίας

Σύμφωνα με την απόφαση του Αρείου Πάγου 1137/2015, η έκφραση “η ανικανότητα κρίνεται κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, ενώ η μεταγενέστερη επέλευσή της ή η ύπαρξή της σε προγενέστερο χρόνο δεν ασκεί καμιά έννομη επιρροή” παραπέμπει στο γεγονός ότι η ικανότητα ενός ατόμου να λάβει αποφάσεις για τη διαθήκη του πρέπει να εκτιμάται κατά τη στιγμή που συντάσσεται η διαθήκη. Η ύπαρξη μιας ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής σε μεταγενέστερο χρόνο ή σε προγενέστερο χρόνο δεν έχει νομική επίδραση. Ωστόσο, σε περιπτώσεις όπου ο διαθέτης υποφέρει από παροδική ψυχική ή διανοητική διαταραχή, απαιτείται να αποδειχθεί ότι η διαταραχή υπήρχε κατά τη στιγμή σύνταξης της διαθήκης. Αντίθετα, σε περιπτώσεις ανίατων ή σοβαρών ψυχικών διαταραχών, αρκεί να αποδειχθεί ότι ο διαθέτης, κατά την εποχή κοντά στη σύνταξη της διαθήκης, έπασχε από μόνιμη ψυχική νόσο. Η απλή νοητική υποβάθμιση που συνοδεύει συχνά τη γήρανση θεωρείται φυσιολογικό φαινόμενο και δεν αποτελεί από μόνη της επαρκή λόγο για ανικανότητα στη σύνταξη διαθήκης.

Η άνοια αναφέρεται σε μια σοβαρή πάθηση που συνήθως εμφανίζεται στην τρίτη ηλικία και προκαλείται από εκφυλιστικά νοσήματα στον εγκέφαλο. Οι κύριες ενδείξεις της άνοιας περιλαμβάνουν απώλεια μνήμης και διαταραχή των άλλων νοητικών λειτουργιών, με αποτέλεσμα τη μείωση της καθημερινής λειτουργικότητας του ασθενούς. Συνεπώς, συμπεραίνουμε ότι η άνοια ανήκει στην κατηγορία των μη αναστρέψιμων και μόνιμων διαταραχών των νοητικών λειτουργιών σύμφωνα με τον νόμο. Συνεπώς, ένα άτομο που πάσχει από άνοια δεν διαθέτει την πλήρη νομική ικανότητα να συντάξει μια διαθήκη, η οποία είναι μια νομική πράξη με σημαντικές συνέπειες τόσο για τον ίδιο τον διαθέτη, που πρέπει να διασφαλίσει τη δίκαιη κατανομή των περιουσιακών του στοιχείων στους κληρονόμους του, όσο και για τους ίδιους τους κληρονόμους, που μπορεί να βρεθούν σε δύσκολη θέση λόγω της κατάστασης υγείας του διαθέτη και να αντιμετωπίσουν προβλήματα στην κληρονομιά τους.

Διαβάστε  Διαφορά επικαρπίας από ψιλή κυριότητα

Ο κρίσιμος χρόνος για τον προσδιορισμό της ικανότητας του διαθέτη να συντάξει μια διαθήκη εξαρτάται από τον τύπο της διαθήκης και τις συνθήκες κάθε περίπτωσης. Συγκεκριμένα:

  1. Στην περίπτωση της ιδιόγραφης διαθήκης, που αναφέρεται στην περίπτωση που ο ίδιος ο διαθέτης γράφει, χρονολογεί και υπογράφει τη διαθήκη, ο κρίσιμος χρόνος είναι η στιγμή της σύνταξης της διαθήκης.
  2. Στην περίπτωση της μυστικής διαθήκης, η οποία παραδίδεται σε έναν συμβολαιογράφο για φύλαξη, ο κρίσιμος χρόνος εκτείνεται από την παράδοση της μυστικής διαθήκης στον συμβολαιογράφο έως την υπογραφή της συμβολαιογραφικής πράξης.
  3. Στην περίπτωση της δημόσιας διαθήκης, η οποία συντάσσεται ενώπιον ενός συμβολαιογράφου, η ικανότητα του διαθέτη είναι απαραίτητη κατά τη στιγμή της δήλωσης της τελευταίας του βούλησης ενώπιον του συμβολαιογράφου, δηλαδή κατά τη σύνταξη του σχετικού συμβολαιογραφικού έγγραφου.

Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι η έρευνα της ικανότητας για τη σύνταξη διαθήκης ατόμων που πάσχουν από άνοια είναι ένα ευαίσθητο ζήτημα που απαιτεί εξειδικευμένους νομικούς, ψυχιάτρους και δικαστικούς γραφολόγους για την αξιολόγηση των περιστάσεων και των ενδεχόμενων αντικειμενικών περιορισμών που επηρεάζουν την ικανότητα του διαθέτη.

Loading...

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Google news