Τι είναι η μήνυση και ποιος ο σκοπός της;
Μήνυση είναι, η αναφορά μιας άδικης πράξης στην Αστυνομία ή στον Εισαγγελέα. Όταν κάποιος πραγματοποιεί μία μήνυση, ζητά την ποινική δίωξη και καταδίκη αυτού που τέλεσε ένα ποινικό αδίκημα. Η μήνυση πραγματοποιείται, είτε στα εκάστοτε αστυνομικά τμήματα, είτε στην Εισαγγελία. Ο μηνυτής έχει ως σκοπό όχι να αποκατασταθεί οικονομικά για τη ζημία που τυχόν υπέστη, αλλά επιδιώκει να επιβληθεί από τα ποινικά δικαστήρια ποινή στο δράστη φυλάκισης, κάθειρξης ή χρηματική, ανάλογα με το τελεσθέν αδίκημα. Η μήνυση για να είναι ορισμένη, θα πρέπει να εμπεριέχει στο ιστορικό της στοιχεία που δεικνύουν πως έχει προσβληθεί κάποιο έννομο αγαθό του μηνυτή από το μηνυόμενο, το οποίο προστατεύεται από τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 42 ΚΠΔ ορίζονται τα προβλεπόμενα για τη μήνυση :
1. Εκτός από αυτόν που αδικήθηκε και οποιοσδήποτε άλλος έχει το δικαίωμα να καταγγείλει στην αρχή τις αξιόποινες πράξεις που διώκονται αυτεπαγγέλτως, τις οποίες πληροφορήθηκε με οποιονδήποτε τρόπο.2. Η μήνυση γίνεται απευθείας στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, αλλά και στους άλλους ανακριτικούς υπαλλήλους είτε από τον ίδιο το μηνυτή είτε από ειδικό πληρεξούσιο. Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας μπορεί να δοθεί και με απλή έγγραφη δήλωση.
Η γνησιότητα της υπογραφής του εντολέα πρέπει να βεβαιώνεται από οποιαδήποτε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή ή δικηγόρο. Το έγγραφο της πληρεξουσιότητας προσαρτάται στην έκθεση για την κατάθεση της μήνυσης. Μπορεί επίσης η μήνυση να γίνει και προφορικά, οπότε συντάσσεται έκθεση.
3. Αν η μήνυση έγινε σε ανακριτικό υπάλληλο, αυτός τη στέλνει χωρίς χρονοτριβή στον αρμόδιο για την ποινική δίωξη εισαγγελέα.
4. Η κατάθεση της μήνυσης μπορεί να γίνεται και με ηλεκτρονικά μέσα, εφόσον φέρει προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή κατά την έννοια του άρθρου 3 παρ. 1 του π.δ. 150/2001. Οι λεπτομέρειες και οι ειδικότερες προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για την εφαρμογή της εν λόγω διάταξης καθορίζονται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Ποιες είναι οι διαφορές μεταξύ μήνυσης και έγκλησης;
Η έγκληση έχει όπως και η μήνυση σκοπό, τη τιμώρηση του δράστη από τα ποινικά δικαστήρια της χώρας για το τελεσθέν αδίκημα με φυλάκιση, κάθειρξη ή χρηματική ποινή ανάλογα με τη βαρύτητα του αδικήματος. Και με την έγκληση όπως και με τη μήνυση, δε γίνεται να ζητηθεί αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση για τη ζημία που τυχόν υπέστη ο μηνυτής από τον μηνυόμενο, καθώς το σκέλος των αποζημιώσεων και της ηθικής βλάβης είναι αντικείμενο εξέτασης των αστικών δικαστηρίων και όχι των ποινικών. Η έγκληση σε αντιδιαστολή από τη μήνυση, μπορεί να ασκηθεί μόνο από τον παθόντα και όχι από οποιονδήποτε έλαβε γνώση μιας άδικης πράξης. Μάλιστα, στην έγκληση είναι υποχρεωτικό να είναι ο παθόντας αυτός που την υποβάλλει, ενώ στη μήνυση δεν είναι απαραίτητο να είναι ο παθόντας, αλλά η μήνυση μπορεί να υποβάλλεται για αδίκημα τελεσθέν σε βάρος κάποιου τρίτου.
Άλλη μια διαφορά μεταξύ έγκλησης και μήνυσης είναι πως, ενώ ο Εισαγγελέας μπορεί να προβεί σε άσκηση ποινικής δίωξης από τη στιγμή που λάβει γνώση για τη τέλεση ενός αδικήματος, υπάρχουν ορισμένα αδικήματα για τα οποία είναι απαραίτητο να έχει υποβληθεί έγκληση από το θύμα, ώστε ο Εισαγγελέας να δύναται να ασκήσει ποινική δίωξη. Υπάρχουν λοιπόν συγκεκριμένα εγκλήματα τα λεγόμενα κατ’ έγκληση διωκόμενα αδικήματα, μερικά εκ των οποίων είναι: Άρθρο 308 ΠΚ: Σωματική βλάβη (Εξαίρεση όταν ο παθών είναι δημόσιος υπάλληλος), Άρθρο 314 ΠΚ: Σωματική Βλάβη από αμέλεια, Άρθρο 331 ΠΚ: Αυτοδικία ,Άρθρο 333 ΠΚ: Απειλή, Άρθρο 334 ΠΚ: Διατάραξη οικιακής ειρήνης, Άρθρο 337 ΠΚ: Προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας, Άρθρο 358 ΠΚ: Παραβίαση της υποχρέωσης διατροφής, Άρθρο 359 ΠΚ: Εγκατάλειψη εγκύου, Άρθρο 361 ΠΚ: Εξύβριση, Άρθρο 362 ΠΚ: Δυσφήμηση, Άρθρο 363 ΠΚ: Συκοφαντική Δυσφήμηση κ.α.
Επιπροσθέτως, άλλη μια διαφορά μεταξύ έγκλησης και μήνυσης είναι πως στα κατ’ έγκληση διωκόμενα εγκλήματα, το θύμα έχει μικρό χρονικό διάστημα για να πραγματοποιήσει έγκληση, μετά το πέρας του οποίου η έγκληση θα αρχειοθετηθεί ως εκπρόθεσμη και η υπόθεση δε θα λάβει δικάσιμο. Στα κατ’ έγκληση διωκόμενα εγκλήματα, η προθεσμία για την υποβολή έγκλησης είναι τρίμηνη, από το χρονικό σημείο που ο παθών έλαβε γνώση της άδικης σε βάρος του πράξης και του δράστη αυτής.
Τι είναι η αγωγή και ποιος είναι ο σκοπός της;
Η αγωγή είναι το ένδικο βοήθημα με το οποίο ο παθών μιας άδικης πράξης ή συμπεριφοράς, απευθύνεται στα Πολιτικά Δικαστήρια και αιτείται την οικονομική αποζημίωση του για τη βλάβη που υπέστη. Η βλάβη αυτή μπορεί να είναι είτε οικονομική, συνεπώς θα ζητήσει αποζημίωση για την οικονομική ζημία, είτε ηθική, οπότε θα αιτηθεί την χρηματική ικανοποίηση του για την ηθική του βλάβη. Μπορεί βέβαια να συντρέχουν τόσο η οικονομική, όσο και η ηθική βλάβη του παθόντα και αυτός δύναται να αξιώνει κονδύλι αποζημίωσης και για τις δύο βλάβες.
Υπάρχουν αρκετά είδη αγωγής, τα σημαντικότερα και συνηθέστερα εκ των οποίων είναι η αναγνωριστική, η καταψηφιστική, η πλαγιαστική, η παρεμπίπτουσα, η αρνητική και η διεκδικητική. Η κάθε μια χρησιμοποιείται ανάλογα με το επιδιωκόμενο κάθε φορά σκοπό, καθώς υπάρχουν περιπτώσεις που δεν είναι μόνο στόχος η χρηματική αποζημίωση από παράνομη πράξη, αλλά μπορεί να χρειάζεται να προστατευθούν άλλα δικαιώματα.
Συμπερασματικά
Συνοψίζοντας, θα λέγαμε πως η έγκληση και η μήνυση έχουν ως στόχο τη τιμώρηση του δράστη από τα ποινικά δικαστήρια. Η έγκληση θα μπορούσαμε να πούμε πως διαφέρει νομικά και όχι ουσιαστικά από τη μήνυση, καθώς πραγματοποιείται στα κατ’ έγκληση διωκόμενα αδικήματα, από τον ίδιο το παθόντα και εντός αυστηρού χρονικού διαστήματος τριών μηνών. Η αγωγή από την άλλη, αποτελεί το ένδικο βοήθημα δια του οποίου το θύμα μιας άδικης πράξης που είχε οικονομικές ή ηθικές συνέπειες στο πρόσωπο του, απευθύνεται στα πολιτικά δικαστήρια για να λάβει χρηματική αποζημίωση και τυχόν ηθική βλάβη, για την αδικοπραξία που τελέστηκε από τον εναγόμενο σε βάρος του.