Παράνομη Κατακράτηση. Στο άρθρο 325 Π.Κ., προβλέπεται η ποινικοποίηση της παράνομης κατακράτησης, η οποία ανήκει στην κατηγορία των εγκλημάτων κατά της προσωπικής ελευθερίας. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό:
<<Οποιοσδήποτε προβεί στην απαγωγή ή στην κατακράτηση ενός ατόμου χωρίς τη θέλησή του ή του στερήσει την ελευθερία της κίνησής του με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση ή χρηματική ποινή. Εάν η κατακράτηση διαρκέσει για μεγάλο χρονικό διάστημα ή αν γίνει παράβαση των διατάξεων του άρθρου 6 του Συντάγματος, η ποινή φυλάκισης είναι τουλάχιστον δύο ετών με παράλληλη χρηματική ποινή.>>.
Παράνομη κατακράτηση – Προστατευόμενο Έννομο Αγαθό: Προσωπική Ελευθερία
Σε αυτό το αδίκημα, το προστατευόμενο έννομο αγαθό είναι η προσωπική ελευθερία. Τα στοιχεία που απαρτίζουν την αντικειμενική πλευρά του εγκλήματος περιλαμβάνουν τον δράστη του εγκλήματος, το θύμα του εγκλήματος, την πράξη που προσβάλλει το έννομο αγαθό, το χρονικό διάστημα διάπραξης της πράξης, το αποτέλεσμα της πράξης και την αιτιώδη σχέση μεταξύ της πράξης και του αποτελέσματος που προκαλεί. Αυτό το αδίκημα είναι κοινό και, ως εκ τούτου, μπορεί να διαπραχθεί από οποιονδήποτε, ανεξάρτητα από την ιδιότητά του. Ωστόσο, όταν το έγκλημα διαπράττεται με τη μορφή κατακράτησης παρά το Σύνταγμα, δράστης μπορεί να είναι μόνο όποιος είναι υπάλληλος.
Το θύμα του εγκλήματος είναι ένα άλλο άτομο που παρακρατείται παράνομα και πρέπει να είναι ικανό να εκφράσει ελεύθερα την βούλησή του και να κινείται ελεύθερα στο χώρο. Αυτό το αδίκημα μπορεί να διαπραχθεί με τέσσερις τρόπους: α) απαγωγή ενός ατόμου χωρίς τη θέλησή του, β) κατακράτηση ενός ατόμου χωρίς τη θέλησή του, γ) οποιαδήποτε άλλη πράξη που έχει ως σκοπό να στερήσει την ελευθερία ενός ατόμου, δ) κατακράτηση παρά το Σύνταγμα.
Στην πρώτη μορφή τέλεσης του εγκλήματος, που είναι η απαγωγή άλλου χωρίς τη θέλησή του, η απαγωγή συμβαίνει όταν ένα άτομο απομακρύνεται από ένα μέρος της επιλογής του χωρίς την ίδια τη θέλησή του και μεταφέρεται σε άλλο μέρος που επιλέγει ο δράστης, προκειμένου να έχει τον έλεγχο επί του θύματος χωρίς αντίδραση. Όσον αφορά τη δεύτερη μορφή τέλεσης, που είναι η κατακράτηση άλλου χωρίς τη θέλησή του, αυτή αφορά την κράτηση του άλλου σε ένα σπίτι, ένα δωμάτιο ή ένα όχημα, γενικά σε έναν κλειστό χώρο. Το γεγονός ότι υπάρχει δυνατότητα εξόδου από τον συγκεκριμένο χώρο δεν εμποδίζει την επιβολή της παράνομης κατακράτησης, εάν η έξοδος είναι άγνωστη στο θύμα ή αν η διαφυγή από την έξοδο απαιτεί τεχνικές γνώσεις που το θύμα δεν διαθέτει ή είναι έκθετο σε κίνδυνο για τη ζωή του.
Η παράνομη κατακράτηση μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο, είτε με ενέργεια είτε με παραλείψεις από τον δράστη, και μπορεί να είναι άμεση ή έμμεση αυτουργία. Στην τρίτη μορφή τέλεσης, ο δράστης προβαίνει σε πράξη που στερεί την ελευθερία κάποιου με άλλο τρόπο. Τέτοιες περιπτώσεις περιλαμβάνουν τη χρήση σωματικής βίας από τον δράστη, την τοποθέτηση φυσικών ή τεχνητών εμποδίων για να εμποδιστεί η κίνηση του θύματος ή τη χρήση απειλών και απατηλών μέσων.
Όσον αφορά την τέταρτη μορφή τέλεσης της παράνομης κατακράτησης, αναφέρεται στην περίπτωση όπου παραβιάζεται η προσωπική ελευθερία του θύματος λόγω παράνομης σύλληψης χωρίς ένταλμα σύλληψης ή λόγω μη τήρησης των προθεσμιών προσαγωγής του κατηγορουμένου, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 6 παράγραφος 2 και 3 του Συντάγματος.
Στη συγκεκριμένη μορφή τέλεσης του αδικήματος της παράνομης κατακράτησης, το έγκλημα θεωρείται έγκλημα μη γνήσιας ενέργειας. Προκειμένου να χαρακτηριστεί και να επιβληθεί το αδίκημα της παράνομης κατακράτησης, υπάρχει απαιτούμενη μια επιπλέον προϋπόθεση που ορίζεται από τον νομοθέτη, η οποία είναι η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξης προσβολής και του αποτελέσματος που προκλήθηκε, σύμφωνα με τη θεωρία της ισοδύναμης αιτιολογικής συνάφειας που εφαρμόζεται στο ποινικό δίκαιο. Αυτό σημαίνει ότι η στέρηση της ελευθερίας του θύματος πρέπει να προκύπτει είτε από την κατακράτησή του από τον δράστη είτε από τη διάπραξη κάποιας πράξης που του αφαιρεί την ελευθερία.
Υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος
Όσον αφορά την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, απαιτείται η πρόθεση του δράστη, τουλάχιστον ενδεχόμενος δόλος, για όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης. Επειδή πρόκειται για ένα διαρκές έγκλημα, η παρουσία επιγενούς δόλου βλάπτει τον δράστη. Ο νόμος προβλέπει για τη βασική εκδοχή του εγκλήματος, που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, ποινή φυλάκισης από 10 μέρες έως 5 χρόνια ή χρηματική ποινή. Ωστόσο, για το συγκεκριμένο έγκλημα που προβλέπεται στο δεύτερο εδάφιο, όταν η κατακράτηση διήρκεσε για μεγάλο χρονικό διάστημα ή τελέστηκε κατά παράβαση του άρθρου 6 του Συντάγματος, προβλέπεται ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο ετών, δηλαδή ποινή από 2 έως 5 χρόνια και χρηματική ποινή.