Δυστυχώς, δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις όπου παρατηρείται η σεξουαλική παρενόχληση στον χώρο εργασίας, ή ακόμη καλύτερα, η προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας. Αυτό το φαινόμενο συνήθως εμφανίζεται όταν εργοδότες εκμεταλλεύονται την ανάγκη ανθρώπων για εργασία προκειμένου να εξασφαλίσουν το εισόδημά τους. Ωστόσο, η σεξουαλική παρενόχληση εμφανίζεται επίσης ανάμεσα σε συναδέλφους ή ακόμη και από ανωτέρους προς υφιστάμενους. Αυτός ο τύπος παρενόχλησης περιλαμβάνει ανεπιθύμητη σεξουαλική λεκτική ή μη λεκτική συμπεριφορά, ή ακόμη και σωματική προσέγγιση, που στρέφεται κατά της γενετήσιας αξιοπρέπειας του ατόμου, ειδικά στον χώρο εργασίας.
Σύμφωνα με την υφιστάμενη νομοθεσία, η σεξουαλική παρενόχληση απαγορεύεται στον χώρο εργασίας και μπορεί να συμβαίνει ανάμεσα σε συναδέλφους, ανάμεσα στον εργοδότη και τον εργαζόμενο, ή ακόμη και κατά την διάρκεια της αναζήτησης εργασίας, πριν ακόμη καθιερωθεί η εργασιακή σχέση.
Στην περίπτωση αυτή, το νόμο 3896/2017 απαγορεύει τη σεξουαλική παρενόχληση, θεωρώντας την διάκριση λόγω φύλου. Επιπλέον, το άρθρο 337 του ποινικού κώδικα καθορίζει πως όποιος προκαλεί σεξουαλική παρενόχληση εκμεταλλευόμενος την εργασιακή θέση του θύματος, επιβάλλεται ποινή φυλάκισης έως τρία χρόνια και χρηματική ποινή τουλάχιστον χίλιων ευρώ.
Σεξουαλική παρενόχληση – Ορισμός πράξης ως ποινικό αδίκημα
Για να χαρακτηριστεί ένα πράξη ως ποινικό αδίκημα στην σεξουαλική παρενόχληση, απαιτούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Καταρχάς, πρέπει να υπάρχουν ανήθικες χειρονομίες ή προτάσεις για τέτοιες χειρονομίες προς βάρος του θύματος. Επίσης, μπορεί να εκδηλωθεί ποινική ευθύνη για προσβολή της προσωπικότητας ακόμα και χωρίς ανήθικες χειρονομίες ή προτάσεις, αρκεί να συμβούν γεγονότα που να αποτελούν σεξουαλική διάκριση και να καθιστούν το εργασιακό περιβάλλον εκφοβιστικό.
Σε περίπτωση σεξουαλικής παρενόχλησης στον χώρο εργασίας, ο εργαζόμενος πρέπει να ενημερώσει αμέσως τον εργοδότη του. Ο εργοδότης οφείλει να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να προστατεύσει τον εργαζόμενο του, σύμφωνα με την υποχρέωση πρόνοιας που προβλέπεται από το εργατικό δίκαιο. Εάν ο εργοδότης αγνοήσει αυτήν την υποχρέωση, ο εργαζόμενος μπορεί να επικαλεστεί παράβαση της υποχρέωσης πρόνοιας του εργοδότη, καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος, μονομερή βλαπτική αλλαγή των όρων εργασίας ή ακόμα και καταγγελία της σύμβασης εργασίας στον εργοδότη.
Στις περιπτώσεις όπου ο εργοδότης δρα αντικοινωνικά και προκαλεί σεξουαλική παρενόχληση στον εργαζόμενο, η οποία είναι συχνό φαινόμενο στον χώρο εργασίας, όπως αναγνωρίζεται και από τη νομολογία, ο εργαζόμενος πρέπει να αντιδράσει ως εξής: Αν απολυθεί από τον εργοδότη ως εκδίκηση για την αντίδρασή του στην παρενοχλητική συμπεριφορά, αυτή η απόλυση θα θεωρείται άκυρη, καθώς παραβιάζει το άρθρο 281 του Αστικού Κώδικα, το οποίο απαγορεύει την καταχρηστική άσκηση δικαιώματος και παραβιάζει τα όρια της καλής πίστης και των κοινωνικών και οικονομικών σκοπών του δικαιώματος.
Σε τέτοιες περιπτώσεις, ο εργαζόμενος έχει το δικαίωμα να υποβάλει αγωγή για προσβολή της προσωπικότητάς του λόγω της αδικίας που υπέστη και να απαιτήσει αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη λόγω της συμπεριφοράς που αναγκάστηκε να υποστεί. Αν ο εργοδότης δεν απολύσει τον εργαζόμενο, αυτός μπορεί να αντιμετωπίσει την κατάσταση και να εκμεταλλευτεί τις διατάξεις περί μονομερούς επιβλαβούς αλλαγής των ωρών εργασίας. Επειδή λόγω της σεξουαλικής παρενόχλησης το εργασιακό περιβάλλον έχει γίνει ανυπόφορο και έχει επιδεινωθεί η καθημερινότητα της εργασίας του. Οι τέτοιες συμπεριφορές του εργοδότη πρέπει να θεωρούνται ως παραβίαση της σύμβασης εργασίας από τον εργοδότη λόγω μονομερούς επιβλαβούς αλλαγής των όρων εργασίας και όχι ως εθελοντική αποχώρηση του εργαζόμενου.
Άρα, όταν ένας εργαζόμενος αποφασίζει να αποχωρήσει από την εργασία του λόγω προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειάς του από τον εργοδότη του, τότε δικαιούται να λάβει κανονική αποζημίωση για την εργασία του, εφόσον έχει εργαστεί τουλάχιστον ένα έτος. Ωστόσο, υπάρχουν περιπτώσεις όπου ο εργοδότης μπορεί να είναι το θύμα σεξουαλικής παρενόχλησης από τον εργαζόμενο. Σε αυτήν την περίπτωση, ο εργοδότης πρέπει να τερματίσει το συμβόλαιο εργασίας για λόγους σπουδαίους. Στην περίπτωση που ισχύουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 337 του ποινικού κώδικα, ο εργοδότης πρέπει να υποβάλει αγωγή εναντίον του εργαζόμενου, προκειμένου να τον απολύσει, χωρίς να πληρώσει αποζημίωση λόγω απόλυσης. Σε κάθε περίπτωση, όποιος είναι θύμα σεξουαλικής παρενόχλησης στην εργασία του, πρέπει να αναζητήσει νομική συμβουλή από έναν δικηγόρο και να επικοινωνήσει με την αρμόδια Υπηρεσία Επιθεώρησης Εργασίας.
Συμπερασματικά
Συνοψίζοντας, η σεξουαλική παρενόχληση είναι ένα διαδεδομένο πρόβλημα στην εργασία σήμερα. Ο νόμος προσφέρει προστασία στα θύματα αυτού του είδους της παρενόχλησης, είτε αυτή αφορά το αστικό είτε το ποινικό δίκαιο, καθώς και μέσω της Επιθεώρησης Εργασίας και του συνηγόρου του πολίτη. Είναι σημαντικό για τα θύματα να δράσουν γρήγορα και αποτελεσματικά, αντιμετωπίζοντας το θέμα με την απαιτούμενη σοβαρότητα και αποφεύγοντας την αδράνεια, καθώς το εργατικό δίκαιο προσφέρει πολλές ευκαιρίες για προστασία.