Βάσει της αρχής της νομιμότητας, η οποία θεμελιώνεται στην αρχή του κράτους δικαίου, η Διοίκηση οφείλει να ασκεί τις αρμοδιότητές της σύμφωνα με το νόμο. Η αρχή αυτή αποτελεί βασικό πυλώνα του διοικητικού δικαίου και αποσκοπεί στην προστασία των διοικουμένων από τις αυθαίρετες ενέργειες της Δημόσιας Διοίκησης.
Η αρχή της νομιμότητας περιλαμβάνει διάφορες προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται κατά την άσκηση των διοικητικών αρμοδιοτήτων. Οι σημαντικότερες από αυτές είναι οι εξής:
Η Διοίκηση οφείλει να ασκεί τις αρμοδιότητές της εντός των ορίων που της έχουν ανατεθεί από το νόμο. Αυτό σημαίνει ότι η Διοίκηση δεν μπορεί να προβαίνει σε πράξεις που δεν προβλέπεται από το νόμο, ή που υπερβαίνουν τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί.
Η Διοίκηση οφείλει να τηρεί τις διαδικασίες που προβλέπονται από το νόμο. Αυτό σημαίνει ότι η Διοίκηση οφείλει να ακολουθήσει τις προβλεπόμενες διαδικασίες για την έκδοση διοικητικών πράξεων, την παροχή διοικητικών υπηρεσιών, κ.λπ.
Η Διοίκηση οφείλει να αιτιολογεί τις πράξεις της. Αυτό σημαίνει ότι η Διοίκηση οφείλει να αναφέρει τους λόγους για τους οποίους προβαίνει σε μια πράξη, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί η νομιμότητά της.
Η αρχή της νομιμότητας έχει εφαρμογή σε όλες τις διοικητικές πράξεις, ανεξάρτητα από το είδος τους. Έτσι, η αρχή αυτή εφαρμόζεται τόσο στις κανονιστικές πράξεις, όσο και στις ατομικές διοικητικές πράξεις.
Στην απόφαση με αριθμό 95/2017, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι η αρχή της νομιμότητας θεμελιώνεται στην αρχή του κράτους δικαίου. Το Συμβούλιο δέχθηκε ότι η αρχή του κράτους δικαίου προϋποθέτει ότι η Διοίκηση οφείλει να ασκεί τις αρμοδιότητές της σύμφωνα με το νόμο. Η αρχή αυτή αποτελεί, επομένως, βασική προϋπόθεση για την προστασία των δικαιωμάτων και των συμφερόντων των διοικουμένων.
Η απόφαση αυτή του Συμβουλίου της Επικρατείας έχει σημαντική σημασία για την εξέλιξη του διοικητικού δικαίου. Η απόφαση αυτή καθιερώνει την αρχή ότι η αρχή της νομιμότητας αποτελεί βασικό πυλώνα του κράτους δικαίου. Ως εκ τούτου, η Διοίκηση οφείλει να λαμβάνει υπόψη την αρχή αυτή, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της.
Η αρχή της χρηστής διοίκησης και η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου στη Δημόσια Διοίκηση αποτελούν δύο από τις θεμελιώδεις αρχές του διοικητικού δικαίου. Η αρχή της χρηστής διοίκησης επιβάλλει στα διοικητικά όργανα να ασκούν τις αρμοδιότητές τους σύμφωνα με το αίσθημα δικαίου που επικρατεί, αποφεύγοντας τις ανεπιεικείς και δογματικές ερμηνευτικές εκδοχές. Η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, από την άλλη πλευρά, προστατεύει την εμπιστοσύνη που έχει ο διοικούμενος στη Δημόσια Διοίκηση, ώστε να μπορεί να βασίζεται στις πράξεις και τις αποφάσεις της.
Οι δύο αυτές αρχές συνδέονται μεταξύ τους, καθώς η αρχή της χρηστής διοίκησης αποτελεί το πλαίσιο εντός του οποίου ασκείται η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Η Δημόσια Διοίκηση, ασκώντας τις αρμοδιότητές της σύμφωνα με την αρχή της χρηστής διοίκησης, δημιουργεί στον διοικουμένο τη δικαιολογημένη πεποίθηση ότι οι ενέργειές της θα είναι σταθερές και προβλέψιμες. Αυτή η πεποίθηση, με τη σειρά της, επιτρέπει στον διοικουμένο να προβαίνει σε ενέργειες και να λαμβάνει αποφάσεις, βασισμένος στο ότι η Δημόσια Διοίκηση θα τηρήσει τις δεσμεύσεις της.
Η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης βρίσκει εφαρμογή σε διάφορους τομείς του διοικητικού δικαίου. Για παράδειγμα, εφαρμόζεται στην ανάκληση ατομικών διοικητικών πράξεων, στην εφαρμογή των νόμων με αναδρομικό αποτέλεσμα, στην παροχή διοικητικών υπηρεσιών, καθώς και στις σχέσεις μεταξύ της Δημόσιας Διοίκησης και των επιχειρήσεων.
Στην περίπτωση της ανάκλησης ατομικών διοικητικών πράξεων, η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης επιβάλλει να μην ανακαλούνται πράξεις που έχουν δημιουργήσει στον διοικουμένο ορισμένα δικαιώματα ή συμφέροντα, εκτός εάν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι που δικαιολογούν την ανάκληση. Για παράδειγμα, η Διοίκηση δεν μπορεί να ανακαλέσει άδεια που έχει χορηγήσει σε κάποιον, εάν αυτός έχει βασιστεί στην άδεια αυτή για να προβεί σε ορισμένες ενέργειες ή να λάβει ορισμένες αποφάσεις.
Στην περίπτωση της εφαρμογής των νόμων με αναδρομικό αποτέλεσμα, η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης επιβάλλει να μην εφαρμόζονται νόμοι που δημιουργούν δυσμενείς συνέπειες για πρόσωπα που έχουν βασιστεί σε προηγούμενη νομοθεσία. Για παράδειγμα, η Διοίκηση δεν μπορεί να επιβάλει πρόστιμο σε κάποιον για πράξη που ήταν νόμιμη κατά το χρόνο που τελέστηκε, εάν ο διοικούμενος δεν είχε γνώση της μεταγενέστερης νομοθετικής αλλαγής.
Στην περίπτωση της παροχής διοικητικών υπηρεσιών, η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης επιβάλλει στη Δημόσια Διοίκηση να παρέχει τις υπηρεσίες της με τρόπο σταθερό και προβλέψιμο. Για παράδειγμα, η Διοίκηση δεν μπορεί να αλλάξει τις προϋποθέσεις χορήγησης μιας διοικητικής άδειας, εάν ο διοικούμενος έχει ήδη καταθέσει αίτηση για την άδεια αυτή.
Στην περίπτωση των σχέσεων μεταξύ της Δημόσιας Διοίκησης και των επιχειρήσεων, η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης επιβάλλει στη Δημόσια Διοίκηση να τηρεί τις δεσμεύσεις της απέναντι στις επιχειρήσεις. Για παράδειγμα, η Διοίκηση δεν μπορεί να αλλάξει τους όρους μιας σύμβασης που έχει συνάψει με μια επιχείρηση, χωρίς τη συναίνεση της επιχείρησης.
Η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης αποτελεί σημαντική προστασία των διοικουμένων από τις αιφνιδιαστικές και αυθαίρετες ενέργειες της Δημόσιας Διοίκησης. Η αρχή αυτή συμβάλλει στην ενίσχυση της ασφάλειας δικαίου και στην προαγωγή της εμπιστοσύνης των πολιτών στη Δημόσια Διοίκηση.
Στην απόφαση με αριθμό 2624/2015, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι η παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου συνιστά παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης. Στην εν λόγω απόφαση, η Διοίκηση είχε απορρίψει την αίτηση μιας υποψηφίας για εισαγωγή σε μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, λόγω εκπρόθεσμης υποβολής της αίτησης. Η υποψήφια προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας, ισχυριζόμενη ότι η Διοίκηση είχε παραβιάσει την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, καθώς η ίδια είχε βασιστεί σε πάγια πρακτική του Πανεπιστημίου, σύμφωνα με την οποία εκπρόθεσμες αιτήσεις υποψηφίων γίνονταν δεκτές, υπό ορισμένες προϋποθέσεις.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι η Διοίκηση είχε πράγματι παραβιάσει την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης της υποψηφίας. Συγκεκριμένα, το Συμβούλιο δέχθηκε ότι η υποψήφια είχε δημιουργήσει τη δικαιολογημένη πεποίθηση ότι εκπρόθεσμες αιτήσεις υποψηφίων γίνονταν δεκτές, λόγω της πάγιας πρακτικής του Πανεπιστημίου. Η Διοίκηση, ωστόσο, δεν είχε δώσει στην υποψήφια καμία προηγούμενη ενημέρωση ότι η πρακτική αυτή θα αλλάξει. Ως εκ τούτου, η Διοίκηση είχε υποχρέωση να δεχτεί την αίτηση της υποψηφίας, παρά την εκπρόθεσμη υποβολή της.
Η απόφαση αυτή του Συμβουλίου της Επικρατείας αποτελεί σημαντικό σταθμό στην εξέλιξη του διοικητικού δικαίου. Η απόφαση αυτή καθιερώνει την αρχή ότι η παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου συνιστά παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης. Ως εκ τούτου, η Διοίκηση οφείλε